Στοικῶν

Στοικῶν
Στοϊκῶν , Στοικός
fem gen pl
Στοϊκῶν , Στοικός
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επικούρειος — α, ο (Α ἐπικούρειος, ον) [Επίκουρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Επίκουρο ή στη φιλοσοφική σχολή του («τινὲς δὲ τῶν Επικουρείων καὶ τῶν Στοϊκῶν φιλοσόφων», ΚΔ) 2. το αρσ. ως ουσ. οἱ ἐπικούρειοι οι οπαδοί τής φιλοσοφίας τού Επικούρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”